ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουρντίζω (ρ.) σουρουίζου [suruˈizu] Μισθ. σουρντώ [surˈdο] Σίλ. Παρατατ. σϋρντινίσ̑γκα [ˈsyrdiniʃga] Ουλαγ. Αόρ. σΰρ’σα [ˈsyrsa] Ουλαγ. Από το τουρκ. ρ. sürmek (αόρ. sürdü) =σέρνω, διάγω. Ο τύπ. γ΄ εν. σουρντέ από το τουρκ. γ’ εν. αορ. sürdü (για τέτοιους τύπ. βλ. Κωστάκης 1968: 86). Για την σημ. ‘παθαίνω διάρροια’ βλ. τουρκ. φρ. karn / yürek sürüyor = η κοιλιά / το στομάχι κενούται, ενεργεί, δηλ. έχω διάρροια (βλ. Ορφανός 2014: λ. σούρντιση). Πβ. και νεότ. ρ. σουρδίζω = διαρκώ, συνεχίζω, προχωρώ (Mackridge 2021: 91).
1. Ζω, διάγω βίο Ουλαγ. : Σόνα έπερέν ντο ιτό, γκαι σΰρσαν σεφά (μετά την παντρεύτηκε και έζησαν ευτυχισμένοι) Ουλαγ. -Dawk. Ἐdεκεν ντο κορίτσ̑ι τ’, και σüρντινίσ̑γκε σεφά (έδωσε (ενν. για γάμο) το κορίτσι του και έζησαν ευτυχισμένα) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. γιασαντίζω :2, γκετσιντίζω
2. Πετυχαίνω ένα στόχο Ουλαγ. : Έφααν, έπιαν, σΰρσαν μιράτια (έφαγαν ήπιαν, πέτυχαν τους στόχους τους) Ουλαγ. -Dawk.
3. Έχω διάρροια Σίλ. : Τια τέκνους σουρντέ τα (Αυτό το παιδί έχει διάρροια) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. τσιλώ :1, τσιρλίζω
4. Σέρνω Μισθ.