ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουπουρντίζω (ρ.) Αόρ. Εν. γ' σüπΰρ’σε [syˈpyrse] Ουλαγ. Από τον αόρ. süpürdü του τουρκ. ρ. süpürmek =σκουπίζω.
Σκουπίζω Ουλαγ. : Έψ̑ησέν ντα, γιάρισι τ’ έφαέν ντα, d’ άλλα άφηκέν ντα, σίλσε, σüπΰρ’σε (το έψησε, ἐφαγε το μισό, το άλλο το άφησε, καθάρισε, σκούπισε) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. σιλντίζω, φροκαλώ