ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φροκαλώ (ρ.) φρουκαλώ [fruka'lo] Γούρδ., Φάρασ. φουρκαλώ [furka'lo] Ανακ., Αραβαν., Τελμ., Φλογ. φοκαλώ [foka'lo] Σίλ. φουκαλώ [fuka'lo] Γούρδ. φ'καλώ [fka'lo] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ. φ'καλού [fka'lu] Ουλαγ. φουρκαλίζω [furkaˈlizo] Τροχ. φ'καλνίσ̑κου [fkalˈniʃku] Μισθ. φρουκαλαίνω [fruka'leno] Φάρασ. Παρατατ. φροκαλίνκα [frokaˈlinka] Φκόσ. φουκάλεινα [fuˈkalina] Γούρδ. φ'κάλεινα [ˈfkalina] Αραβαν., Μισθ. φ'κάλινισ̑κα [ˈfkaliniʃca] Ουλαγ. φ'κάλινισ̑γκα [ˈfkaliniʃga] Ουλαγ. Αόρ. φρουκάλ'τσα [fruˈkaltsa] Φάρασ. φουρκάλ'σα [furˈkalsa] Φλογ. φοκάλ'σα [foˈkalsa] Σίλ. φουκάλ'σα [fuˈkalsa] Γούρδ. φουκάλτσα [fuˈkaltsa] Φλογ. φ'κάλ'σα [ˈfkalsa] Αραβαν., Ουλαγ., Τσαρικ. φ'κάλτσα [ˈfkaltsa] Μαλακ. Υποτ. φ'καλαΐεις [fkala'iis] Αραβαν. Υποτ. Αόρ. φουκαλέσω [fuka'leso] Φάρασ. Προστ. Εν. φ'κάλισε [ˈfkalise] Μισθ. Πληθ. φ'καλέτ' [fka'let] Τσαρικ. Μτχ. φ'καλημένο [fkaliˈmeno] Αραβαν., Ουλαγ. φ'καλημένου [fkaliˈmenu] Μισθ. Από το νεότ. ρ. φροκαλῶ (και φλοκαλῶ), το οπ. από το αρχ. ρ. φιλοκαλέω-ῶ = διακοσμώ με ανομ. [l] > [r] και αποβολή του άτονου [i]. Ο τύπ. φουρκαλώ με μετάθ. του [r]. Ο τύπ. φοκαλώ με απλοποίηση συμφωνικού συμπλ. [fr] > [f]. Ο τύπ. φουκαλώ με απλοποίηση συμφωνικού συμπλ. [fr] > [f] και τροπή [o] > [u]. Οι τύπ. φ'καλώ και φ'καλού με αποβολή της συλλαβής [lo] και αποβολή του άτονου [i]. Ο τύπ. φ'καλνίσ̑κου με μεταπλ. με βάση τα ρ. σε -ίσ̑κω. Ο τύπ. φρουκαλαίνω με μεταπλ. με βάση τα ρ. σε -αίνω.
Σκουπίζω ό.π.τ. : Φκαλώ ναυλή μ' (Σκουπίζω την αυλή μου) Μισθ. -Κοτσαν. Το κορίσ̑' ένα μέρα οπ' φκάλινισ̑γκε το νευλή, πάτ'σεν ένα κεμίκ, και πααίν'σε (Το κορίτσι μία μέρα, καθώς σκούπιζε την αυλή, πάτησε ένα κόκκαλο και λιποθύμησε) Ουλαγ. -Dawk. Να χιωρήεις το τζ̑εχ̑ρέ τ', το πρόσωπο τ' φ'κάλεινε το σ̑τσ̑ηχή (Να έβλεπες τα μούτρα της, το πρόσωπό της σκούπιζε τη γη) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Φκάλειναν τη στάχτ' (Σκούπιζαν τη στάχτη) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τίς ντο φ'κάλ'σε; (Ποιος το σκούπισε;) Ουλαγ. -Dawk. Υστερα πήγεν, φουκάλτσεν τα οdάδια τ' (Ύστερα πήγε, καθάρισε τα δωμάτια του) Φλογ. -Dawk. Τα καβαλίνες επό εχτές στέκονdαι εκεί και βρωμούν, φουκάλ' τα και πέτα τα (Οι κοπριές από χθες στέκονται εκεί και βρωμούν, σκούπισέ τες και πέταξέ τες) Γούρδ. -Καράμπ. Το σπίτ' φ'καλεί το (Το σπίτι το καθαρίζει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ούλα δα βρωμιές έρουντι σε μας απάν', ε σών' άλλου, βαρέθηκα, μπίργα δα φ'καλώ, φ'καλώ, φ'καλώ (Όλες οι βρωμιές έρχονται σε μας απάνω, ε φτάνει πια, βαρέθηκα, συνέχεια τα σκουπίζω, σκουπίζω, σκουπίζω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. ’γώ παλί πασ̑αρεύω να φουκαλέσω, φέρε με μο το νερό (Εγώ θα καταφέρω να σκουπίσω, φέρε μου μόνο το νερό) Φάρασ. -ΚΜΣ-CD Φκάλ'σαν ντα στράδις (Σκούπισαν τους δρόμους) Τσαρικ. -Καραλ. Φκαλέτ' ντου νευλή (Σκουπίστε την αυλή) Τσαρικ. -Καραλ. || Ασμ. Εμβαίνει, εβγαίνει, φουρκαλεί και στράτες φος γεμάτες
έχει σπαθιά και δένδρεται, κοντάρια και σκοτούται
(Μπαίνει, βγαίνει, σκουπίζει και στράτες γεμάτες σκόνη
έχει σπαθιά και δέρνεται, κοντάρια και σκοτώνεται)
Τελμ. -Lag.
Συνών. σιλντίζω, σουπουρντίζω :1