φροκαλώ
(ρ.)
φρουκαλώ
[fruka'lo]
Γούρδ., Φάρασ.
φουρκαλώ
[furka'lo]
Ανακ., Αραβαν., Τελμ., Φλογ.
φοκαλώ
[foka'lo]
Σίλ.
φουκαλώ
[fuka'lo]
Γούρδ.
φ'καλώ
[fka'lo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ.
φ'καλού
[fka'lu]
Ουλαγ.
φουρκαλίζω
[furkaˈlizo]
Τροχ.
φ'καλνίσ̑κου
[fkalˈniʃku]
Μισθ.
φρουκαλαίνω
[fruka'leno]
Φάρασ.
Παρατατ.
φροκαλίνκα
[frokaˈlinka]
Φκόσ.
φουκάλεινα
[fuˈkalina]
Γούρδ.
φ'κάλεινα
[ˈfkalina]
Αραβαν., Μισθ.
φ'κάλινισ̑κα
[ˈfkaliniʃca]
Ουλαγ.
φ'κάλινισ̑γκα
[ˈfkaliniʃga]
Ουλαγ.
Αόρ.
φρουκάλ'τσα
[fruˈkaltsa]
Φάρασ.
φουρκάλ'σα
[furˈkalsa]
Φλογ.
φοκάλ'σα
[foˈkalsa]
Σίλ.
φουκάλ'σα
[fuˈkalsa]
Γούρδ.
φουκάλτσα
[fuˈkaltsa]
Φλογ.
φ'κάλ'σα
[ˈfkalsa]
Αραβαν., Ουλαγ., Τσαρικ.
φ'κάλτσα
[ˈfkaltsa]
Μαλακ.
Υποτ.
φ'καλαΐεις
[fkala'iis]
Αραβαν.
Υποτ. Αόρ.
φουκαλέσω
[fuka'leso]
Φάρασ.
Προστ. Εν.
φ'κάλισε
[ˈfkalise]
Μισθ.
Πληθ.
φ'καλέτ'
[fka'let]
Τσαρικ.
Μτχ.
φ'καλημένο
[fkaliˈmeno]
Αραβαν., Ουλαγ.
φ'καλημένου
[fkaliˈmenu]
Μισθ.
Από το νεότ. ρ. φροκαλῶ (και φλοκαλῶ), το οπ. από το αρχ. ρ. φιλοκαλέω-ῶ = διακοσμώ με ανομ. [l] > [r] και αποβολή του άτονου [i]. Ο τύπ. φουρκαλώ με μετάθ. του [r]. Ο τύπ. φοκαλώ με απλοποίηση συμφωνικού συμπλ. [fr] > [f]. Ο τύπ. φουκαλώ με απλοποίηση συμφωνικού συμπλ. [fr] > [f] και τροπή [o] > [u]. Οι τύπ. φ'καλώ και φ'καλού με αποβολή της συλλαβής [lo] και αποβολή του άτονου [i]. Ο τύπ. φ'καλνίσ̑κου με μεταπλ. με βάση τα ρ. σε -ίσ̑κω. Ο τύπ. φρουκαλαίνω με μεταπλ. με βάση τα ρ. σε -αίνω.
Σκουπίζω
ό.π.τ.
:
Φκαλώ ναυλή μ'
(Σκουπίζω την αυλή μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το κορίσ̑' ένα μέρα οπ' φκάλινισ̑γκε το νευλή, πάτ'σεν ένα κεμίκ, και πααίν'σε
(Το κορίτσι μία μέρα, καθώς σκούπιζε την αυλή, πάτησε ένα κόκκαλο και λιποθύμησε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Να χιωρήεις το τζ̑εχ̑ρέ τ', το πρόσωπο τ' φ'κάλεινε το σ̑τσ̑ηχή
(Να έβλεπες τα μούτρα της, το πρόσωπό της σκούπιζε τη γη)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Φκάλειναν τη στάχτ'
(Σκούπιζαν τη στάχτη)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τίς ντο φ'κάλ'σε;
(Ποιος το σκούπισε;)
Ουλαγ.
-Dawk.
Υστερα πήγεν, φουκάλτσεν τα οdάδια τ'
(Ύστερα πήγε, καθάρισε τα δωμάτια του)
Φλογ.
-Dawk.
Τα καβαλίνες επό εχτές στέκονdαι εκεί και βρωμούν, φουκάλ' τα και πέτα τα
(Οι κοπριές από χθες στέκονται εκεί και βρωμούν, σκούπισέ τες και πέταξέ τες)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Το σπίτ' φ'καλεί το
(Το σπίτι το καθαρίζει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ούλα δα βρωμιές έρουντι σε μας απάν', ε σών' άλλου, βαρέθηκα, μπίργα δα φ'καλώ, φ'καλώ, φ'καλώ
(Όλες οι βρωμιές έρχονται σε μας απάνω, ε φτάνει πια, βαρέθηκα, συνέχεια τα σκουπίζω, σκουπίζω, σκουπίζω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
’γώ παλί πασ̑αρεύω να φουκαλέσω, φέρε με μο το νερό
(Εγώ θα καταφέρω να σκουπίσω, φέρε μου μόνο το νερό)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-CD
Φκάλ'σαν ντα στράδις
(Σκούπισαν τους δρόμους)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Φκαλέτ' ντου νευλή
(Σκουπίστε την αυλή)
Τσαρικ.
-Καραλ.
|| Ασμ.
Εμβαίνει, εβγαίνει, φουρκαλεί και στράτες φος γεμάτες
έχει σπαθιά και δένδρεται, κοντάρια και σκοτούται (Μπαίνει, βγαίνει, σκουπίζει και στράτες γεμάτες σκόνη
έχει σπαθιά και δέρνεται, κοντάρια και σκοτώνεται) Τελμ. -Lag. Συνών. σιλντίζω, σουπουρντίζω :1
έχει σπαθιά και δένδρεται, κοντάρια και σκοτούται (Μπαίνει, βγαίνει, σκουπίζει και στράτες γεμάτες σκόνη
έχει σπαθιά και δέρνεται, κοντάρια και σκοτώνεται) Τελμ. -Lag. Συνών. σιλντίζω, σουπουρντίζω :1