ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φσαός (επίθ.) 'φσαός [fsaˈos] Φάρασ. Πιθ. από το αρχ. επίθ. ἀσφαλής με μεταπλ. κατ' επίδρ. άλλων επιθέτων σε -ός, με αποβολή του αρκτ. άτονου [a] και μετάθεση του [f].
Σκληρός, στερεός : Φσαό θάλι (Σκληρή πέτρα) Φάρασ. -Ανδρ.