φσαγώνα
(ουσ. θηλ.)
φσαγώνα
[fsaˈɣona]
Μαλακ., Φλογ.
Από το ουσ. φσάχι, όπου και τύπ. φσ̑άγι, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας, όπου και τύπ. -ώνα.
Μήτρα