φροκάλι
(ουσ. ουδ.)
φροκάλι
[froˈkali]
Μισθ.
φρουκάλι
[fruˈkali]
Αφσάρ., Τελμ.
φκάλι
[ˈfkali]
Μισθ., Σινασσ., Τελμ.
φ'κάλ'
[ˈfkal]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Τροχ., Φερτάκ.
φουρκάλι
[furˈkali]
Ανακ., Φάρασ.
φουρκάλ'
[furˈkal]
Αραβαν., Αραβ., Σίλατ., Τροχ., Φλογ.
φορκάλ'
[forˈkal]
Σίλατ.
φιρκάλ'
[firˈkal]
Τελμ.
φουκάλι
[fuˈkali]
Φάρασ.
φουκάλ'
[fuˈkal]
Γούρδ.
φόκαλου
[ˈfokalu]
Σίλ.
Γεν. Εν.
φ'καλιού
[fka'ʎu]
Μισθ.
Πληθ.
φουκάλε
[fuˈkale]
Φάρασ.
φ'κάλια
[ˈfkaʎa]
Αξ., Μαλακ., Μισθ.
Νεότ. ουσ. φροκάλι < νεότ. φλοκάλι (βλ. Λεξ. Βλάχ., λ. φινόκαλα), το οπ. από το μεσν. ουσ. φιλοκάλιον = σκούπα, με ανομ. [l] > [r] και αποβολή του άτονου [i]. Ο τύπ. φκάλι με αποβ. της συλλαβής [lo] και αποβολή του άτονου [i]. Ο τύπ. φουρκάλι νεότ., με μετάθ. του [r] και τροπή [o] > [u]. Ο τύπ. φουκάλι με ανομοιωτ. αποβ. του πρώτου [l] από φλουκάλι. Ο τύπ. φόκαλου με εναλλαγή του κλιτ. επιθμ. σε -ο.
1. Σκούπα
ό.π.τ.
:
Πήρινι το φρουκάλι
(Πήρε τη σκούπα)
Αφσάρ.
-Dawk.
Κι εκείν φάισεν ντο μιά, και γένεν φιρκάλ'
(Και το χτύπησε αμέσως και έγινε σκούπα)
Τελμ.
-Dawk.
Φερνίνκε φουκάλε τσ̑αι χορτάρε
(Έφερνε σκούπες και βότανα)
Φάρασ.
-Dawk.
Κερεκή ζαπάχναν νύφ' παίρ' το άσκουμα με τα σουκάρα και το φουρκάλ'
(Την Κυριακή το πρωί η νύφη παίρνει τον κουβά με τα σκοινιά και την σκούπα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Φκαλιού ξύλου
(Το ξύλο της σκούπας)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Να α φ'καλίεις μι η φ'κάλ' ντύσκολά 'νι
(Το να σκουπίζεις με την σκούπα είναι δύσκολο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τσ̑απλαχώνκαμε τα σπίτε μο το φουκάλι
(Ασβεστώναμε τα σπίτια με τη σκούπα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
τσιβίρκαλο :1
2. Σκουπόχορτο
Αξ., Μισθ., Σινασσ.
:
Παίνιξαμ' σου γιαζιού να σωρώψουμ' φ'κάλια
(Πηγαίναμε στον κάμπο να μαζέψουμε σκουπόχορτα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Φερίνκε φουκάλε και χορτάρε· δίκεν ντα· μπαίρκε μπαζλαμάδε· τρώνκανε
(Έφερνε σκουπόχορτα και χορτάρια· τα πουλούσε· έπαιρνε πίτες· έτρωγαν)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
φούγια :1