τσιβίρκαλο
(ουσ.)
τσιβίρκαλο
[tsiˈvirkalo]
Αξ.
Ίσως από τα ουσ. τσιβί και φροκάλι, όπου και τύπ. φιρκάλ(ι) με απλοποίηση της δεύτερης από τις δύο επάλληλες συλλαβές με χειλοδοντικό (τσιβιφίρκαλο > τσιβίρκαλο).
Σκούπα κατασκευασμένη από κλαδιά θαμνώδους φυτού.
Συνών.
φροκάλι