ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιβίρκαλο (ουσ.) τσιβίρκαλο [tsiˈvirkalo] Αξ. Ίσως από τα ουσ. τσιβί και φροκάλι, όπου και τύπ. φιρκάλ(ι) με απλοποίηση της δεύτερης από τις δύο επάλληλες συλλαβές με χειλοδοντικό (τσιβιφίρκαλο > τσιβίρκαλο).
Σκούπα κατασκευασμένη από κλαδιά θαμνώδους φυτού. Συνών. φροκάλι