ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιγγάνος (ουσ.) τζ̑ινgάνος [dʒiˈŋganos] Μαλακ., Φλογ. τζ̑ινgιάνος [dʒiˈŋɟanos] Αξ., Αραβαν., Σινασσ. ζινgάνους [ziŋˈganus] Σίλ. τσιgάνους [tsiganus] Μισθ. τζινgένος [dziŋˈɟenos] Αξ., Φλογ. τζ̑ινgένης [dziŋˈɟenis] κατσιγγάνης [katsiˈganis] Σινασσ. Θηλ. τζ̑ινgέντσα [dʒiˈŋɟentsa] Φάρασ. τσ̑ιγγα̈να̈́ς [tʃiŋgæˈnæs] Από το νεότ. ουσ. τσιγγάνος (πβ. Ἐρωτοπ. 3.9 «κι ἂν μ’ ἀγαπᾷς, παλιολυγιὲ καὶ τσίγγανε καὶ μαῦρε, σύρε νὰ μάθῃς γράμματα, νὰ μάθῃς καὶ τὴ τάξη»), το οπ. από το μεσν. Ατσίγγανος, που μαρτυρείται με μειωτική σημ. στον Πουλολ. 127 (Κριαρ., λ. Ατσίγγανος), με αποβολή του αρκτ. άτονου φων. Οι τύπ. με [ɟ] με επίδρ. του τουρκ. çingene (< περσ. çingāne), όπου και διαλεκτ. τύπ. cingen και cingan (THADS, λ. cingan I, cingen I). Ο τύπ. κατσιγγάνης πιθ. από συμφυρ. με το ουσ. κατσίβελος ή κατσαγάνος.
1. Τσιγγάνος ό.π.τ. : Ένα σεβέρ' κειόταν ένα νύφ'. Πήγεν τζ̑ινgιάνος να κρέψ' ψωμί. Σέμεν να φέρ' ναίκα ψωμί, να το νγώκ' το τζ̑ινgιάνο (Μιά φορά ήταν μιά νύφη. Ένας τσιγγάνος πήγε να ζητιανέψει ψωμί. Η γυναίκα πήγε μέσα, να φέρει ψωμί, να το δώσει στον τσιγγάνο) Αξ. -Dawk. Πήριν ντα τσιgάνους ντα γαρπούσια, έφ'χι (Τα πήρε ο τσιγκάνος τα καρπούζια, έφυγε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Φόρεσ' α ζυγάς τζ̑ιγγέντσας ρούχα (Φόρεσε μιά φορεσιά τσιγγάνας) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ση σ̑άιδη κάθιτι αν τσ̑ιγγα̈να̈́ς τσ̑αι φτένει κόσ̑-σ̑ουνα τσ̑αι σα̈π͑α̈́τ͑α (Στη σκιά κάθεται ένας τσιγγάνος και φτιάχνει κόσκινα και καλάθια) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. || Παροιμ. Τρεις κατζιgάν' ένα γαϊτούρ΄ (Τρεις τσιγγάνοι ένα γαϊδούρι˙ Όταν πολλοί άνθρωποι θέλουν να χρησιμοποιήσουν ένα και το αυτό αντικείμενο) Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Ζητιάνος Αξ.