ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιζί (ουσ.) τσ̑ιζί [tʃiˈzi] Σινασσ., Φάρασ. τζιζί [dziˈzi] Φλογ. τζιζού [dziˈzu] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. çizi και çizgi = γραμμή.
1. Γραμμή ό.π.τ. : 'γάλια ντά γράμμαδα σ' να τσείνdι σου τζιζού απάν' (Πρόσεχε τα γράμματά σου να είναι πάνω στην γραμμή) Μισθ. -Κοτσαν. Ταύρισεν ένα τζιζί (Τράβηξε μία γραμμή) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
2. Προκαθορισμένο, νόμιμο Σινασσ.