τσιζί
(ουσ.)
τσ̑ιζί
[tʃiˈzi]
Σινασσ., Φάρασ.
τζιζί
[dziˈzi]
Φλογ.
τζιζού
[dziˈzu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. çizi και çizgi = γραμμή.
1. Γραμμή
ό.π.τ.
:
'γάλια ντά γράμμαδα σ' να τσείνdι σου τζιζού απάν'
(Πρόσεχε τα γράμματά σου να είναι πάνω στην γραμμή)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ταύρισεν ένα τζιζί
(Τράβηξε μία γραμμή)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
2. Προκαθορισμένο, νόμιμο
Σινασσ.