τσιζιλατίζω
(ρ.)
τσ̑ιζιλατίζου
[tʃizilaˈtizu]
Φάρασ.
Μτχ.
τσ̑ιζιλατημένου
[tʃizilaˈtimenu]
Φάρασ.
Από τον αόρ. çizgiledi του τουρκ. ρ. çizgilemek = χαράσσω γραμμές.
Χαράζω, αυλακώνω κάτι
Φάρασ.