τσιγκλεντίζω
(ρ.)
τσ̑ινgλεdίζω
[tʃiŋgle'dizo]
Αξ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. çınlamak = βοώ, αντηχώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. çinlemek.
Βοώ, αντηχώ
:
Τσ̑ινgλεdίζ̑’ το ’φτί μ’
(Βουίζει το αφτί μου)
Αξ.
-Μαυροχ.