τσικίνι
(ουσ.)
τσ̑ικίν'
[tʃiˈcin]
Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
τσ̑iκ͑ι̂́ν'
[tʃɯˈkhɯn]
Αξ., Αραβαν.
τσιχίν'
[tsiˈçin]
Σινασσ., Τζαλ.
τσ̑ικούν'
[tʃiˈcun]
Μισθ.
τσιχί
[tsiˈçi]
Τροχ.
τσ̑ιχ̇ής
[tʃi'xis]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
τσ̑εχ̇ής
[tʃe'xis]
Φάρασ.
Πληθ.
τσιχίνια
[tsiˈçiɲa]
Σινασσ., Τζαλ.
Από το τουρκ. ουσ. çıkın = α) πακέτο, δέμα β) κομπόδεμα, όπου και διαλεκτ. τύπ. çıhın, çıkı και çıhı (THADS 3, λ. çıhı, çıhın, çıkı I).
1. Δέμα, δεματάκι
Αραβαν., Τροχ.
2. Δέμα με δώρα, ιδίως προς τη μελλόνυμφη
Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Τζαλ., Φλογ.
3. Κόμπος στην άκρη του μαντηλιού, που μέσα του έχει χρήματα, κομπόδεμα
Αξ., Αφσάρ., Μισθ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Ντώσ' μι λίου ντου τσ̑ικίνι μ', να σι ντώκου ντου χαρτσ̑ιλούχ΄ σ'
(Δώσ' μου λίγο το τσικίνι μου, να σου δώσω το χαρτζιλίκι σου)
Μισθ.
-Κοτσαν.