τσίκνα
τσίκνα
[ˈtsikna]
Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
τσ̑ίκνα
[ˈtʃikna]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ.
Από το μεσν. ουσ. τσίκνα <αρχ. κνῖσα.
1. Κνίσα
Μισθ., Σίλ., Σινασσ.
:
Κιργυός φέριξιν δου καμμένου δου βούτρους, που λες, τσίκνα, φέριξιν τα απάν'
(Ο αέρας έφερνε το λίπος που καιγόταν, την τσίκνα, την έφερνε προς τα πάνω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Οσμή καμμένου
Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ.
3. Καπνός, κάπνα
Καππ., Φάρασ.
:
Απ' τσίκνα ντα σπίτια νιόδαν σεάχια
(Απ' την κάπνα τα σπίτια γίνονταν μαύρα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
4. Συνθηματ., το προϊόν της επεξεργασίας του φυτού καπνός
Φάρασ.
5. Μουτζούρωμα προσώπου μαθητού με καπνιά ως τιμωρία
Σινασσ.