ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσίκνα τσίκνα [ˈtsikna] Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ. τσ̑ίκνα [ˈtʃikna] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ. Από το μεσν. ουσ. τσίκνα <αρχ. κνῖσα.
1. Κνίσα Μισθ., Σίλ., Σινασσ. : Κιργυός φέριξιν δου καμμένου δου βούτρους, που λες, τσίκνα, φέριξιν τα απάν' (Ο αέρας έφερνε το λίπος που καιγόταν, την τσίκνα, την έφερνε προς τα πάνω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Οσμή καμμένου Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ.
3. Καπνός, κάπνα Καππ., Φάρασ. : Απ' τσίκνα ντα σπίτια νιόδαν σεάχια (Απ' την κάπνα τα σπίτια γίνονταν μαύρα) Μισθ. -Κοτσαν.
4. Συνθηματ., το προϊόν της επεξεργασίας του φυτού καπνός Φάρασ.
5. Μουτζούρωμα προσώπου μαθητού με καπνιά ως τιμωρία Σινασσ.