ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσικνίζω (ρ.) τσικνίζω [tsiˈknizo] Γούρδ. τσικνίζου [tsiˈknizo] Σίλ. Αόρ. τσίκνισα [ˈtsiknisa] Σίλ. Από το ουσ. τσίκνα (θ. τσικν-) και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Αναδύω καπνό Γούρδ.
2. Καίγομαι και μυρίζω τσίκνα Σίλ. : Φαΐ τσίκνισιν (Το φαγητό τσίκνισε) -Κωστ.Σ.