τσιλβές
(ουσ. αρσ.)
Πληθ.
τσιλβέδες
[tsιlˈveðes]
Σινασσ.
τσιλβέδια
[tsιlˈveðʝa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. cilve= νάζι, καμώματα.
Νάζι, καμώματα
Τροποποιήθηκε: 26/06/2025