ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιλεντώ (ρ.) τσ̑ιλενdώ [tʃilenˈdo] Δίλ. τσ̑ιλ-λενdίζω [tʃillenˈdizo] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. çimlenmek = α) βλαστάνω, φύομαι β) χορταριάζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. çillenmek (THADS 3, λ. çillemek I).
Βλαστάνω ό.π.τ. : Τσ̑ιλένdησεν το γέλ’μα (Βλάστησε το σιτάρι) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887