τσιλιάρης (I)
(επίθ.)
τσιλιάρης
[tsi'ʎaris]
Μισθ.
τσιλιάρ'
[tsi'ʎar]
Μισθ.
Από το ουσ. τσιλιά και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Ευκοίλιος
Μισθ.