τσιλτές
(ουσ. αρσ.)
τ͑σ̑ιλτ͑ές
[tʰʃilˈtʰes]
Φάρασ.
τ͑σ̑ιλτ͑α̈́ς
[tʰʃilˈtʰæs]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. şilte (< περσ. çiltā)= στρώμα γεμισμένο με βαμβάκι.
Στρώμα γεμισμένο με βαμβάκι
ό.π.τ.