τσιλιάρης (II)
(επίθ.)
τσ̑ιλιάρ'
[tʃi'ʎar]
Αξ.
Από το ουσ. τσίλι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Αυτός που έχει λευκόφαια στίγματα στο πρόσωπο, φακιδιάρης
Αξ.