ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσίλι (ουσ. ουδ.) τσ̑ιλ [tʃil] Ανακ., Αξ., Μαλακ., Φάρασ. τ͑σ̑ίλι [ˈtʰʃili] Φάρασ. Θηλ. τ͑σ̑ιλού [tʰʃiˈlu] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. çil = α) φακίδα β) λευκή κηλίδα γ) διαλεκτ., παραφυάδα.
1. Φακίδα, λευκόφαιο στίγμα στο πρόσωπο Αξ.
2. Παραφυάδα Ανακ., Μαλακ.