τσίλι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ιλ
[tʃil]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Φάρασ.
τ͑σ̑ίλι
[ˈtʰʃili]
Φάρασ.
Θηλ.
τ͑σ̑ιλού
[tʰʃiˈlu]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. çil = α) φακίδα β) λευκή κηλίδα γ) διαλεκτ., παραφυάδα.
1. Φακίδα, λευκόφαιο στίγμα στο πρόσωπο
Αξ.
2. Παραφυάδα
Ανακ., Μαλακ.