τσιβιλετίζω
(ρ.)
τ͑σ̑ιβιλετίζω
[tʰʃivile'tizo]
Φάρασ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. çivilemek =καρφώνω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Καρφώνω
Συνών.
καρφώνω, πηγνύω :1, τσαχτίζω :1