ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πηγνύω (ρ.) Αόρ. έπηξα ['epiksa] Ποτάμ. Από το αρχ. ρ. πηγνύω.
Μπήγω, καρφώνω : Και αλιπήκα πήρεν βολόνια και τα έπηξεν σα δισώμια τ' (Kαι η αλεπού πήρε τις βελόνες και τις ἐμπηξε στους ώμους του) Ποτάμ. -Dawk. Συνών. καρφώνω, τσαχτίζω, τσιβιλετίζω