πηγνύω
(ρ.)
Αόρ.
έπηξα
['epiksa]
Ποτάμ.
Από το αρχ. ρ. πηγνύω.
Μπήγω, καρφώνω
:
Και αλιπήκα πήρεν βολόνια και τα έπηξεν σα δισώμια τ'
(Kαι η αλεπού πήρε τις βελόνες και τις ἐμπηξε στους ώμους του)
Ποτάμ.
-Dawk.
Συνών.
καρφώνω, τσαχτίζω, τσιβιλετίζω