πηγή
(ουσ. θηλ.)
πηγή
[piˈʝi]
Γούρδ., Σίλ.
Από το αρχ. ουσ. πηγή.
2. Βρύση
Σίλ.
:
Έχουμ' ρυό πηγές ξεβαίνουσ̑' νιαρό
(έχουμε δύο βρύσες που βγάζουν νερό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.