πεχλιβάνης
(ουσ. αρσ.)
πεχλιβάνης
[pexliˈvanis]
Κίσκ.
π͑εχλιβάνος
[pʰexliˈvanos]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. πεχλιβάνης, το οπ. από το τουρκ. ουσ. pehlivan = παλαιστής.
Παλαιστής
ό.π.τ.
:
’ς ε χωρίος ήτουν α νομάτ’ κιοβταλούς, αμόν ’ρκούδι, ήτουν του χωρού ο πεχλιβάνης
(Σ’ ένα χωριό ήταν ένας άνθρωπος σωματώδης όμοιος με αρκούδα, ήταν του χωριού ο παλαιστής)
Κίσκ.
-Παπαδ.