ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πετώ (ρ.) πετώ [pe'to] Αξ., Τσαρικ., Φερτάκ. πετάω [pe'tao] Φάρασ. πετάου [pe'tau] Φάρασ. πετάνω [pe'tano] Αξ., Αραβαν., Γούρδ. Παρατατ. πετάνκα [pe'tanka] Φάρασ. πέτανα [ˈpetana] Αραβαν., Σεμέντρ., Τελμ., Τροχ. πέτεινα [ˈpetina] Φερτάκ. Αόρ. πέτασα [ˈpetasa] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Φάρασ. Αόρ. Υποτ. πετάσω [pe'taso] Αραβαν., Μισθ. Παθ. πετιέμαι [petˈçeme] Γούρδ. Αόρ. πετάχτα [pe'taxta] Ποτάμ. πετάστα [peˈtasta] Γούρδ. Μεταγν. ρ. πετῶ, από τον μέλλ. πετάσω και αόρ. ἐπέτασα του αρχ. ρ. πετάννυμι. Ο τύπ. πετάνω με μεταπλ. με βάση τα ρ. σε -νω.
1. Ρίχνω Αραβαν., κ.α., Σεμέντρ., Φερτάκ. : Ετό πήρε το σ̑ισ̑έ και πέτασεν ντο ασ' το πένdζ̑ερε (αυτή πήρε το μπουκάλι και το πέταξε από το παράθυρο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πέτασαν τα σιλάχια τουν gι άρχεψαν να φέγνουν (πέταξαν τα όπλα τους και άρχισαν να φεύγουν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πέτασα το ψωμί μ' σο χενdέκ' να σ̑υλωρεί ντεγί (έριξα το ψωμί στο αυλάκι να βραχεί) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τα μαλλιά τα βάνκαμε σε μιά γωνιά σο περιβόλι. Δε τα πετάζαμε. (τα μαλλιά τα βάζαμε σε μία γωνιά στο περιβόλι. Δεν τα πετούσαμε.) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Ύστερα εκείνο το κρέας πέτειναν το σο τουβάρ' (μετά εκείνο το κρέας το πετούσαν στον τοίχο) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. «Ιτό ντο κορίτσ' νο'ο πάρεις, ντεκαοχτώ βουνιά πίσω νο'ο πετάεις» («αυτό το κορίτσι να το πάρεις, δεκαοχτώ βουνά πίσω να το πετάξεις«) Ουλαγ. -Κεσ. Απέσω ας ντεϊρμέν-ντασ̑ού το τυρπί πέταναμ' τϋφένgι και σκότωναμ' τα Τούρκοι (Μέσα από την τρύπα της μυλόπετρας (ενν. που έκλεινε την είσοδο) ρίχναμε (με το) τουφέκι και σκοτώναμε τους Τούρκους) Αραβαν. -Dawk.JHS Συνών. βινεύω, κονώνω, σέρνω
2. Ίπταμαι Αξ., Αραβαν., κ.α., Τσουχούρ. : Άπανσιζ έν-νε ένα πατιρdί, σον να πέτασαν χίλια περεστέρια (ξαφνικά έγινε ένας θόρυβος, σαν να πέταξαν χίλια περιστέρια) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. «Αδέ του πετάν τα πουλία πάλι τζ̑ο πορούν να νάρτουν!» («εδώ και τα πουλιά που πετούν πάλι δεν μπορούν να έλθουν») Σατ. -Παπαδ. Ο Χαdζήεφενdής πετάνgινι, τα πράδα του τσ̑ό πατίνgανι στή (Ο Χατζηαφεντής πετούσε, τα πόδια του δεν πατούσαν στη γη) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Παραγείσ' πουλί, ψυχή τ' πέττασεν 'ς τα ουράνια (Παραδείσου πουλί ήταν, η ψυχή του πέταξε στα ουράνια˙ Για θάνατο μικρού παιδιού) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Το καργιά μ' ον το περεστέρ' πετάν' (η καρδιά μου πετά σαν το περιστέρι˙ έχω ταχυπαλμία) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Με τ' χώρας τα φτερά το πετ-τάν', αψά πέφτ' (Όποιος πετάει με ξένα φτερά, γρήγορα πέφτει˙ Πρέπει κανείς να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. ουστούζω
3. Πηδώ Τροχ., Φάρασ. : Πέταναν απ'πάνω τα παιδιά (πήδαγαν από πάνω τα παιδιά (ενν. από την πυρά)) Τροχ. -Νίγδελ.Λ. Πέτασεν πανουφόρου (Πήδηξε προς τα πάνω) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Πέτασ', έβγκην 'ς άβγον πάνου (Πήδηξε, ανέβηκε πάνω στο άλογο) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ατότε βράθαν λιέγα ναίdζ̑ες τζ̑αι κορίτσε τζ̑αι 'σ' το φόβο τουν μη τα πιέσουν τζ̑αι ν'τα πάρουν οι Τούρτζ̑οι, πέτασαν σου Φάγκου τη λίμλη τζ̑αι πνίγαν (Τότε υπήρξαν λίγες γυναίκες και κορίτσια και απ' τον φόβο τους μην τις πιάσουν και τις πάρουν μαζί τους οι Τούρκοι, πήδηξαν στην λίμνη του Φράγκου και πνίγηκαν) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Συνών. ατλαντίζω, κουντώ, χοπλαντώ
4. Μεσοπαθ., κινούμαι ορμητικά Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ. : Αψ̑ίσ̑κα πετιέται το κορίσ̑' ασ' το κρυψ̑ώνα τ' (Αμέσως πετιέται το κορίτσι από την κρυψώνα του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ένα κάτα πετάχτην (Μια γάτα πετάχτηκε) Ποτάμ. -Κωστ.Α. Ασ' χύρας το κρούσιμο έγνωσα και πετάστα ασ' το στρώσιμ' κάτω (Από το χτύπημα της πόρτας ξύπνησα και πετάχτηκα κάτω από το στρώμα μου) Γούρδ. -Καράμπ.
5. Ξαίνω μαλλί για την κατασκευή παπλωμάτων Αξ., Μισθ., Τσαρικ. : Πετ-τώ κούρες (Ξαίνω μαλλί με τη δοξάρα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κάλλιβα εκείνου δου γαΐντούρ', παίνιξα πάλι να πετάσου (Καβαλίκευα εκείνο το γαϊδούρι, πήγαινα πάλι να ξάνω μαλλιά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.