ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Πέφτη (ουσ. ουδ.) Πέφτη [ˈpefti] Ανακ., Ποτάμ., Σατ., Τζαλ., Φκόσ. Πέφτσ̑η [ˈpeftʃi] Σίλ. Πέφτης [ˈpeftis] Αξ., Τσαρικ. Πέφτσ̑ης [ˈpeftʃis] Αραβαν., Γούρδ. Πέφτ' [ˈpeft] Μαλακ. Πέφ' [pef] Φερτάκ. Από το μεταγν. ουσ. Πέμπτη, το οπ. από το θηλ. τύπ. του αρχ. επιθ. πέμπτος με παράλειψη του ουσ. ἡμέρα. Ο τύπ. Πέφτη ήδη νεότ.
Πέμπτη ό.π.τ.