Πέφτη
(ουσ. ουδ.)
Πέφτη
[ˈpefti]
Ανακ., Ποτάμ., Σατ., Τζαλ., Φκόσ.
Πέφτσ̑η
[ˈpeftʃi]
Σίλ.
Πέφτης
[ˈpeftis]
Αξ., Τσαρικ.
Πέφτσ̑ης
[ˈpeftʃis]
Αραβαν., Γούρδ.
Πέφτ'
[ˈpeft]
Μαλακ.
Πέφ'
[pef]
Φερτάκ.
Από το μεταγν. ουσ. Πέμπτη, το οπ. από το θηλ. τύπ. του αρχ. επιθ. πέμπτος με παράλειψη του ουσ. ἡμέρα. Ο τύπ. Πέφτη ήδη νεότ.
Πέμπτη
ό.π.τ.