πετέκι
(ουσ. ουδ.)
π͑ετ͑έκ͑ι
[pʰeˈtʰekʰi]
Φάρασ.
πετέκ'
[pe'tek]
Ουλαγ.
π͑α̈τ͑α̈́κ͑ι
[pʰæˈtʰækʰi]
Αφσάρ.
πιτέκι
[piˈteci]
Σινασσ.
π͑ιτέκ’
[pʰiˈtek]
Ανακ., Αξ., Δίλ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Τζαλ., Φλογ.
πετέτσ̑'
[peˈtetʃ]
Τσαρικ.
πιτέτσ̑’
[pʰiˈtetʃ]
Μισθ.
Πληθ.
π͑ιτ͑έκια
[pʰiˈtʰeca]
Ανακ.
π͑ιτέτσ̑α
[pʰiˈtetʃa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. petek, όπου και διαλεκτ. τύπ. pitek = α) κυψέλη β) μεγάλο πήλινο αγγείο, γ) αποθήκη σιτηρών σε σχήμα κυψέλης φτιαγμένη από λάσπη και κοπρία (THADS, λ. pitek I, ΙΙ).
1. Κυψέλη
ό.π.τ.
:
Δυο π͑ιτ͑έκια
(δυο κυψέλες)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Βουνιού π͑ιτέκ’
(δοχείο για τις σβουνιές)
Αξ.
-Μαυροχ.
Εβγού π͑ιτέκ’
(δοχείο για τα αβγά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πιτέκια ασ' σα βοδιού τα κοπριές κάνισ̑καμ'
(Φτιάχναμε κυψέλες από τις κοπριές των βοδιών)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Πβ.
γουβάνα
β.
Φωλιά για τα περιστέρια φτιαγμένη από κοπριά που τοποθετούσαν μέσα στον στάβλο
Μισθ.
2. Μεγάλο δοχείο από ζυμωμένη κοπριά βοδιών
Τζαλ.
3. Μτφ., το ανθρώπινο σώμα ως οίκος της ψυχής
Δίλ.
:
Παίρ’ το και αφήν’ όφκαιρο το π̔ιτέκ’
(Παίρνει την ψυχή και αφήνει άδειο το σώμα, ενν. ο άγγελος)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887