πηχτή
(ουσ. θηλ.)
πηχτή
[pi'xti]
Μισθ., Σινασσ.
πεχτή
[pe'xti]
Σίλατ.
πεχτιά
[pextˈça]
Μαλακ.
Από το αρχ. ουσιαστικοπ. επίθ. θηλ. γέν. πηκτή = ανθότυρο (< αρχ. επίθ. πηκτός). Η σημ. μεταγν. Πβ.τουρκ. ουσ. pıhtı = α) πηγμένο υγρό β) διαλεκτ., λίπος κρέατος ως δάν. από την ελλ. μέσω της περσ. piḫtī, puḫtī (βλ. Tietze 2018: λ. pıhtı, Nişanyan 2002-2022: λ. pıhtı).
1. Είδος κρύου φαγητού από ψάρια
Σινασσ.
2. Είδος πηγμένου πατσά
Μαλακ., Μισθ., Σίλατ.