ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πιάνω (ρ.) πιάζου [ˈpçazu] Μισθ. πιάνω [ˈpçano] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σίλατ. πιάνου [ˈpçanu] Μισθ., Σίλ. πσ̑άνω [ˈpʃano] Αξ. πλιάνου [ˈpʎanu] Σίλ. πιένω [ˈpçeno] Φάρασ., Φλογ. πιένου [ˈpçenu] Μισθ. Παρατατ. πιάνισκα [ˈpçaniska] Φλογ. Αόρ. έπιασα [ˈepçasa] Γούρδ., Ουλαγ., Φερτάκ. πίεσα [ˈpiesa] Φλογ. πιέσα [ˈpçesa] Φλογ. Μεσν. ρ. πιάνω, το οπ. από το ρ. αρχ. ρ. πιέζω > πιάζω.
1. Πιάνω, κρατώ κάτι με τα χέρια ό.π.τ. : Χεγός στα χέρια τ' πσ̑άσ̑κεν ένα ξερό τσ̑ι̂bι̂́χ' (Ο Θεός κρατούσε στα χέρια του ένα ξερό κλαδί) -Μαυρ.-Κεσ. Πσ̑άσ' τα γένια μ' (Πιάσε τα γένια μου) Αξ. -Dawk. || Φρ. Πιάνου σαρακοσ̑ή (αρχίζω να νηστεύω) Σίλ. Τουτουνού του μάτσ̑ι πιάνει (αυτός ματιάζει) Σίλ. Πσ̑άνω κιριάς (πιάνω κρέας˙ παχαίνω) Αξ. Πσ̑άνω τ' αφτιά τ' (Πιάνω τ' αφτιά του˙ Του λέω τα συγχαρήκια) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πσ̑άσ̑τεν φέγγος-έλιος (πιάστηκε το φεγγάρι-ο ήλιος˙ έγινε έκλειψη σελήνης-ηλίου) Αξ. Πσ̑άνω όργο (Πιάνω έργο˙ πιάνω δουλειά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. πιάνω σ̆υνdεκινιά (πιάνω κουμπαριά˙ γίνομαι κουμπάρος, κουμπαριάζω) -Μαυρ.-Κεσ. Πσ̑άσαν τα πουγιάρια τ' τόπος (Πιάσαν τα πόδια του τόπο˙ Βρήκε την ευκαιρία που ζητούσε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πλιάστ' μου χολή (Μου πιάστηκε η χολή˙ Θύμωσα) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Ασμ. Χάρε μου σάλδα με απ' τα μαλλιά και πιάσε με ασ' τα χέρια
και δείξε με τση τέντα σου και μονάχο μ' ας άγω
Σίλατ.
2. Συλλαμβάνω ό.π.τ. : Τάημισα οι νομάτοι θέκνουν μέγκενε τσ̑αι πιένουν μες αρά (Μερικοί άνθρωποι στήνουν παγίδες και μας πιάνουν ζωντανά) Φάρασ. -Παπαδ. Πιάσ' ντου κλέφτους (πιάσε τον κλέφτη) Μισθ. -Κοτσαν. Πσ̑άσα 'να κλέφτης (Έπιασα έναν κλέφτη) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ατότε βράθαν λιέγα ναίdζ̑ες τζ̑αι κορίτσε τζ̑αι 'σ' το φόβο τουν μη τα πιέσουν τζ̑αι ν'τα πάρουν οι Τούρτζ̑οι, πέτασαν σου Φάγκου τη λίμλη τζ̑αι πνίγαν (Τότε υπήρξαν λίγες γυναίκες και κορίτσια και απ' τον φόβο τους μην τις πιάσουν και τις πάρουν μαζί τους οι Τούρκοι, έπεσαν στην λίμνη του Φράγκου και πνίγηκαν) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.
3. Μισθώνω Σίλατ. : Έπιασαν πλούσοι τα κάρα (Οι πλούσιοι νοίκιασαν τα κάρα) Σίλατ. -ΙΛΝΕ 812
4. Φροντίζω, περιποιούμαι Σίλ. : Τσ̑η μάνα μου καλά τσ̑ην μπιάσ'! (Τη μάνα μου να την φροντίσεις καλά!) Σίλ. -Κωστ.Σ.
5. Κατά παθ., μαλώνω, τσακώνομαι Μισθ. : Πιαστήχαν απενανdάλλου μι δου θείο Αποτέλ' (Τσακώθηκαν με το θείο Αποστόλη) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
6. Καταλαμβάνω μιά οχυρή ή στρατηγική τοποθεσία Φάρασ. : Τα 'κατό μας 'α πιέσουμε την Τέμbαρα (Εμείς οι εκατό θα πιάσουμε την Τέμπαρα) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.