πιάσιμο
(ουσ. ουδ.)
πιάσιμο
[ˈpçasimo]
Γούρδ.
πιάσιμου
[ˈpçasimu]
Μισθ.
πσ̑άσ̑ιμο
[ˈpʃaʃimo]
Αξ.
Νεότ. ουσ. πιάσιμο, το οπ. από το θ. αορ. του ρ. πιάνω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Συγκράτηση, κράτημα
ό.π.τ.
:
Π'λαριού ντου πιάσιμου ζόρ' 'νι
(το πιάσιμο του πουλαριού είναι δύσκολο)
Μισθ.
-Κοτσαν.