ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πιάσιμο (ουσ. ουδ.) πιάσιμο [ˈpçasimo] Γούρδ. πιάσιμου [ˈpçasimu] Μισθ. πσ̑άσ̑ιμο [ˈpʃaʃimo] Αξ. Νεότ. ουσ. πιάσιμο, το οπ. από το θ. αορ. του ρ. πιάνω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Συγκράτηση, κράτημα ό.π.τ. : Π'λαριού ντου πιάσιμου ζόρ' 'νι (το πιάσιμο του πουλαριού είναι δύσκολο) Μισθ. -Κοτσαν.