κοζάς
(ουσ. αρσ.)
κοζα̈́ς
[koˈzæs]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. göze = α) κύτταρο β) διαλεκτ., πηγή.
Τροποποιήθηκε: 06/09/2024