κοζλουκτσής
(ουσ. αρσ.)
κοζλουκτσ̑ής
[kοzlukˈtʃis]
Φάρασ.
Από το τουρκ. gözlükçü = κατασκευαστής ή πωλητής γυαλιών.
Κατασκευαστής ή πωλητής γυαλιών.