κόγια
(επίρρ.)
κόγια
[ˈkoʝa]
Αξ.
γιόγια
[ˈʝoʝa]
Φάρασ.
γογιά
[ɣoˈʝa]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από τον τουρκ. συνδ. güya ή gûya, όπου και τύπ. göya = δήθεν. Βλ. και Mackridge (2021: 22, 72).
Δήθεν, τάχα
ό.π.τ.
:
Σ’ ένα κόσ̑κινο νεμέσα χ̇έκ’ ντύο ’νgές σταφίγες, παίν’ γκάχεται ’ς ξ̑υλιού τη ρίζα κόγια να τα καγερίσ̑’
(Σε ένα κόσκινο μέσα βάζει δυο οκάδες σταφίδες, πηγαίνει κάθεται στην ρίζα του δέντρου δήθεν να τις καθαρίσει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Γογιά έν’ ’α δεβεί η στράτα σο χωρίου ’πέσου
(Υποτίθεται ότι ο δρόμος θα περάσει μέσα από το χωριό)
Φάρασ.
-Bağr.
Λεν τι κι το κοτσ̑ί μο το κ'θάρι είνdι γογιά 'δέλφα
(Λένε ότι το σιτάρι και το κριθάρι είναι τάχα αδέλφια)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
απαντέχω, γιανί :2, ντεγί :1, σάνκι