κνώδαλο
(ουσ. ουδ.)
κνώδαλο
[ˈknoðalo]
Σινασσ.
Αρχ. ουσ. κνώδαλον = α) άγριο ζώο β) μτφ., άξεστος ή ανόητος άνθρωπος.