κλωστή
(ουσ. θηλ.)
κλωστή
[kloˈsti]
Γούρδ., Μισθ.
κλωσ̑τή
[kloˈʃti]
Αξ., Μισθ., Σίλατ.
κλωστσ̑ή
[kloˈstʃi]
Αραβαν.
κλωσ̑ή
[kloˈʃi]
Σίλ.
κλωσ̑ντή
[kloˈʃdi]
Φλογ.
κωστή
[koˈsti]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
Μεσν. ουσ. κλωστή με ουσιαστικοπ. του αρχ. επιθ. κλωστός. Ο τύπ. κωστή με αποβολή του [l].
Μονή κλωστή, λεπτό νήμα
ό.π.τ.
:
Τσ̑ην γκλωσ̑ή τσυλίζου τσ̑η αdράχτσι απάνω
(Την κλωστή την τυλίγω πάνω στο αδράχτι επάνω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πέριξιν ντου βολόν’ την κλωστή
(Περνούσε στο βελόνι την κλωστή)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τη θύρα δεν ντ’ άνοιξεν, κρέμασεν ένα κλωσ̑τή, και πήρεν ένα μήλο
(Την πόρτα δεν την άνοιξε, κρέμασε ένα νήμα και πήρε το μήλο)
Σίλατ.
-Dawk.
Το κλωστσ̑ή μ’ πλερώρη
(Η κλωστή μου τελείωσε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Παίρνει τώρα το βγόνι με την κωστή
(Παίρνει τώρα την βελόνα με την κλωστή)
Τσουχούρ.
-VLACH
Κάτα ημέρα δίνκε σα ’νgόνι τ’ς αν γκουβαρόκκο κωστή τσ̑αι το φσ̑όκκο πααίνκε, πουάνκεν ντα
(Κάθε μέρα έδινε στο εγγόνι της ένα κουβαράκι κλωστή και το παιδί πήγαινε και το πουλούσε)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Χαχάτσα δεβασμένα σην κωστή
(Κρέατα περασμένα στην κλωστή)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Παροιμ.
Του Μάρτη η κωστή για το ρί’ο
(Του Μάρτη η κλωστή για το ρίγος˙ η λευκή βαμβακερή κλωστή που έδεναν στο χέρι του την πρώτη ημέρα του Μάρτη)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Συνών.
νήμα :1, ράμμα :1