κλώσιμο
(ουσ. ουδ.)
κλώσιμον
[ˈklosimon]
Αραβαν.
κλώσιμο
[ˈklosimo]
Σινασσ., Φερτάκ.
κλώσ̑ιμο
[ˈkloʃimo]
Αξ., Αραβαν., Φλογ.
κλώσιμου
[ˈklosimu]
Μισθ.
κλώσ̑ιμου
[ˈkloʃimu]
Μαλακ.
κλώημα
[ˈkloima]
Μισθ., Ουλαγ.
Από το ρ. κλώθω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
2. Περίπατος
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φερτάκ.
:
Ούτσ̑α σαάτ' ντο κλώημα τι νο'ο π’κείς ‘τον;
(Τέτοια ώρα τον περίπατο τον περίπατο τι θα τον έκανες (τι τον ήθελες);)
Ουλαγ.
-Κεσ.
3. Περιστροφή, το να το θέτω κάτι σε κίνηση, σε λειτουργία
Αξ., Μαλακ.
:
Το κλώσ̑ιμο του μάgανου
(Η δουλειά στο μάγγανο, στο ελαιοτριβείο)
Αξ.
-Μαυροχ.