ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κλώσιμο (ουσ. ουδ.) κλώσιμον [ˈklosimon] Αραβαν. κλώσιμο [ˈklosimo] Σινασσ., Φερτάκ. κλώσ̑ιμο [ˈkloʃimo] Αξ., Αραβαν., Φλογ. κλώσιμου [ˈklosimu] Μισθ. κλώσ̑ιμου [ˈkloʃimu] Μαλακ. κλώημα [ˈkloima] Μισθ., Ουλαγ. Από το ρ. κλώθω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
1. Γνέσιμο Φλογ. Συνών. κάμνημα, κάμψιμο, κλωθάρισμα
2. Περίπατος Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φερτάκ. : Ούτσ̑α σαάτ' ντο κλώημα τι νο'ο π’κείς ‘τον; (Τέτοια ώρα τον περίπατο τον περίπατο τι θα τον έκανες (τι τον ήθελες);) Ουλαγ. -Κεσ.
3. Περιστροφή, το να το θέτω κάτι σε κίνηση, σε λειτουργία Αξ., Μαλακ. : Το κλώσ̑ιμο του μάgανου (Η δουλειά στο μάγγανο, στο ελαιοτριβείο) Αξ. -Μαυροχ.