κάμνημα
(ουσ. ουδ.)
κάμνημα
[ˈkamnima]
Ουλαγ., Φάρασ.
Από το ρ. κάμνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα, όπου και τύπ. -ημα.
1. Εργασία, δουλειά
Φάρασ.
2. Ειδικότ., το γνέσιμο του μαλλιού
Ουλαγ.
:
Ισά ουτσ̑ά σανdάς άμ-μα μαλλιού ντο κάμνημα, έλα γκαι χιώρ' ντο
(Εσύ έτσι νομίζεις, αλλά του μαλλιού το γνέσιμο, έλα και δες το)
Ουλαγ.
-Κεσ.