ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καμινάς (ουσ. αρσ.) καμινάς [kamiˈnas] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. καμινᾶς (πβ. Κωνστ. Πορφ. Περὶ βασιλ. 724.5 «ἐπέχει δὲ καὶ τοὺς λούστας καὶ τοὺς καμηνάδας καὶ τοὺς κανδηλάπτας»), το οπ. από το μεσν. ουσ. καμίνιν και το παραγωγ. επίθμ. -άς. Η λ. ως επών. ήδη από τον 9ο αι.
Αυτός που δουλεύει σε καμίνι