καμινάτης
(ουσ. αρσ.)
Πληθ.
καμινάτοι
[kamiˈnati]
Φάρασ.
Από το ουσ. καμίνι και το παραγωγ. επίθμ. -άτος.
Εργάτης σε καμίνι
Τροποποιήθηκε: 15/10/2025