καμηλάτης
(ουσ. αρσ.)
καμηλάτ'
[kamiˈlat]
Φάρασ.
Πληθ.
καμηλάτοι
[kamiˈlat]
Φάρασ.
Από το ουσ. καμήλι και το παραγωγ. επίθμ. -άτος > -άτης. Πβ. μεσν. ουσ. καμηλασία = οδήγηση καμήλας.