ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καματεύω (ρ.) καματεύω [kamaˈtevo] Αξ., Ποτάμ. Μεταγν. ρ. καματεύω.
1. Δουλεύω κάτι Αξ. : || Φρ. Καματεύτεν το νήμα τ' (Δουλεύτηκε το νήμα του˙ το νήμα της ζωής του έφτασε στο τέλος του) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Ειδικότ., οργώνω χωράφι Ποτάμ.