καματεύω
(ρ.)
καματεύω
[kamaˈtevo]
Αξ., Ποτάμ.
Μεταγν. ρ. καματεύω.
1. Δουλεύω κάτι
Αξ.
:
|| Φρ.
Καματεύτεν το νήμα τ'
(Δουλεύτηκε το νήμα του˙ το νήμα της ζωής του έφτασε στο τέλος του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Ειδικότ., οργώνω χωράφι
Ποτάμ.