ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάμαρα (ουσ. θηλ.) κάμαρα [ˈkamara] Αφσάρ., Γούρδ., Φλογ. κάμαρη [ˈkamari] Ποτάμ., Σινασσ. Μεσν. ουσ. κάμαρα (αντιδαν. < λατιν. camera, camara < αρχ. καμάρα).
1. Αίθουσα, δωμάτιο ό.π.τ. : Το σπίτσ̑' μας έχ' ερυό κάμαρες (Το σπίτι μας έχει δύο δωμάτια) Γούρδ. -Καράμπ. Σον οdά κονdά μερικοί είχισκαν κι ένα-δυο μικρά κάμαρες (Κοντά στο μεγάλο δωμάτιο υποδοχής μερικοί είχαν κι ένα-δυό μικρά δωμάτια) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ191 Τ’ βασιλιού το παιγί το γκεγίκ αγαπά το, χέκ’ το ένα γιατάχ’ σ’ κάμαρα τ’ ομbρό (Του βασιλιά το παιδί το ελάφι το αγαπά, του βάζει ένα στρώμα μπροστά στο δωμάτιό του) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Κύριο δωμάτιο, καθιστικό Ποτάμ.