καμναίνω
(ρ.)
καμναίνω
[kaˈmneno]
Σατ., Φάρασ., Φκόσ.
καμναίνου
[kaˈmnenu]
Φάρασ.
καμνώνω
[kaˈmnono]
Φάρασ.
Παρατατ.
έκαμνα
[ˈekamna]
Φάρασ.
καμναίνκα
[kaˈmnenka]
Φάρασ.
καμνίνκα
[kaˈmninka]
Σατ.
Από το αρχ. ρ. κάμνω και το παραγωγ. επίθμ. -αίνω. O τύπ. καμνώνω με ακόλουθο μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ώνω.
1. Εργάζομαι, δουλεύω
ό.π.τ.
:
'ς εκαμνις τσ̑αι συ μο τι τόνα!
(Ας δούλευες κι εσύ με αυτόν!)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Πασ̑λάτ'σινι να καμνών'
(Άρχισε να δουλεύει)
Φάρασ.
-Bağr.
Έκαμνα σον τόπου σως το βραδύ
(Δούλευα στο χωράφι ως το βράδυ)
Φάρασ.
-Bağr.
Έχου αν γιός του καμνώνει σα Άδανα
(Έχω ένα γιο που δουλεύει στα Άδανα)
Φάρασ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Καμνίνκα αδού σ’ α χωρίος
(Δούλευα εδώ σ' ένα χωριό)
Σατ.
-ΚΜΣ-ΚΠ388
|| Παροιμ.
Το κ͑άμι ή ναίκα καμναίνει την Τζ̑ερετσ̑ή
(Η κακιά γυναίκα δουλεύει την Κυριακή˙ Η ανεπρόκοπη γυναίκα δουλεύει την μέρα που είναι αμαρτία να δουλεύεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Γνέθω
Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Η γρα̈́ καμναίνκεν κωστές τσ̑αι τσ̑αραστούππι
(Η γριά έγνεθε κλωστές και έστριβε κεροστούπι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Οι ναίτσις πήρανι την καρμάνα, καμναίνουνι το μαλλί να πλέξουνι τσοράπα, γαλτσίνα
(Οι γυναίκες πήρανε την ρόκα, γνέθουν το μαλλί για να πλέξουν τσουράπια και καλτσάκια)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.