ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καμναίνω (ρ.) καμναίνω [kaˈmneno] Σατ., Φάρασ., Φκόσ. καμναίνου [kaˈmnenu] Φάρασ. καμνώνω [kaˈmnono] Φάρασ. Παρατατ. έκαμνα [ˈekamna] Φάρασ. καμναίνκα [kaˈmnenka] Φάρασ. καμνίνκα [kaˈmninka] Σατ. Από το αρχ. ρ. κάμνω και το παραγωγ. επίθμ. -αίνω. O τύπ. καμνώνω με ακόλουθο μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ώνω.
1. Εργάζομαι, δουλεύω ό.π.τ. : 'ς εκαμνις τσ̑αι συ μο τι τόνα! (Ας δούλευες κι εσύ με αυτόν!) Φάρασ. -Αναστασ. Πασ̑λάτ'σινι να καμνών' (Άρχισε να δουλεύει) Φάρασ. -Bağr. Έκαμνα σον τόπου σως το βραδύ (Δούλευα στο χωράφι ως το βράδυ) Φάρασ. -Bağr. Έχου αν γιός του καμνώνει σα Άδανα (Έχω ένα γιο που δουλεύει στα Άδανα) Φάρασ. -ΑΠΥ-Bağr. Καμνίνκα αδού σ’ α χωρίος (Δούλευα εδώ σ' ένα χωριό) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ388 || Παροιμ. Το κ͑άμι ή ναίκα καμναίνει την Τζ̑ερετσ̑ή (Η κακιά γυναίκα δουλεύει την Κυριακή˙ Η ανεπρόκοπη γυναίκα δουλεύει την μέρα που είναι αμαρτία να δουλεύεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Γνέθω Τσουχούρ., Φάρασ. : Η γρα̈́ καμναίνκεν κωστές τσ̑αι τσ̑αραστούππι (Η γριά έγνεθε κλωστές και έστριβε κεροστούπι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Οι ναίτσις πήρανι την καρμάνα, καμναίνουνι το μαλλί να πλέξουνι τσοράπα, γαλτσίνα (Οι γυναίκες πήρανε την ρόκα, γνέθουν το μαλλί για να πλέξουν τσουράπια και καλτσάκια) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.