κοιλάδι
(ουσ. ουδ.)
κοιλάδι
[ciˈlaði]
Ανακ., Τελμ.
κελάδι
[ceˈlaði]
Ποτάμ.
κοιλάρι
[ciˈlari]
Τελμ.
τσ̑ουβάιδι
[tʃuˈvaiði]
Αφσάρ., Σατ., Φάρασ.
τζουβαΐδι
[dzuvaˈiði]
Φάρασ.
Πληθ.
κοίλαδα
[ˈcilaða]
Τζαλ.
Από μεσν. ουσ. κοιλάδιν ως τοπων., πβ. «εἰς τὸ Κοιλάδ(ιν)» (Ouspensky & Bénéchévich 1927: έγγρ. 62.26) με τροπή του [ð] > [r] (Κωστάκης 1968: 39).
1. Κοιλάδα
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Απέσω σα κοιλάρια μας χρυσό δενδρί γυρίσθην,
η ρίζα ήτο σε εσύ και κλώνια τα παιδιά σου (Μέσα στις κοιλάδες μας χρυσό δέντρο φύτρωσε,
η ρίζα ήσουν εσύ και τα κλωνάρια τα παιδιά σου) Τελμ. -Αινατζ. Σα δυο κοιλάδια ανάμεσα Αρμένος γάμος ένι (Ανάμεσα στις δύο κοιλάδες γίνεται αρμένικος γάμος) Τελμ. -Lag. Ας ασ̑τήσω αυτό το βουνό κι ας ’πεδιαβώ κελάδι
έλα κι εσύ κατόπι μου να δεις τι να τους κάνω%i (Ας δρασκελίσω αυτό το βουνώ κι ας διασχίσω την κοιλάδαέλα κι εσύ μαζί μου να δεις τι θα τους κάνω) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
η ρίζα ήτο σε εσύ και κλώνια τα παιδιά σου (Μέσα στις κοιλάδες μας χρυσό δέντρο φύτρωσε,
η ρίζα ήσουν εσύ και τα κλωνάρια τα παιδιά σου) Τελμ. -Αινατζ. Σα δυο κοιλάδια ανάμεσα Αρμένος γάμος ένι (Ανάμεσα στις δύο κοιλάδες γίνεται αρμένικος γάμος) Τελμ. -Lag. Ας ασ̑τήσω αυτό το βουνό κι ας ’πεδιαβώ κελάδι
έλα κι εσύ κατόπι μου να δεις τι να τους κάνω%i (Ας δρασκελίσω αυτό το βουνώ κι ας διασχίσω την κοιλάδαέλα κι εσύ μαζί μου να δεις τι θα τους κάνω) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
2. Ρέμα, ρυάκι
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Σο ποτάμι τζ̑ο πνίγα, σο τσ̑ουβάιδι κατέχω τα του ΄α πνιγώ
(Στο ποτάμι δεν πνίγηκα, στο ρυάκι το ξέρω πως θα πνιγώ˙ όταν κάποιος, ενώ σώζεται από μεγάλες συμφορές, τελικά κινδυνεύει από μικρά κακά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ντερέ, παγάνι :2, σέλι, τσάι