κοιτάζω ( ρ.
)
κοιτάζου
[ciˈtazu]
Μισθ., Σίλ.
κοιτώ
[ciˈto]
Μισθ.
Προστ.
κοίτακ’
[ˈcitak]
Φάρασ.
...
κόκα (I)
(ουσ. θηλ.)
κόκα
[ˈkoka]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ.
κόgα
[ˈkoga]
Φλογ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. koka = κουλούρι ψημένο στο ταντούρι, πβ. και τουρκ. kak = μπισκότο, ξερό ψωμί.
Κόρα, η καλά ψημένη άκρη του ψωμιού (που βρίσκεται κολλημένη στο τουντούρι)
:
Κόκα άμα τρώισκις, παντόμαϊς απ’ του σ̑ακιάρ πιό καλό
(Κόρα [από καρβέλι] άμα έτρωγες νόμιζες ότι ήταν από ζάχαρη πιο καλό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.