κοιμούμαι
(ρ. αποθ.)
κοιμούμαι
[ciˈmume]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σινασσ.
κοιμούμι
[ciˈmumi]
Μαλακ.
κοιμούμου
[ciˈmumu]
Σίλ.
τσοιμούμι
[tsiˈmumi]
Μισθ.
τσ̑οιμούμι
[tʃiˈmumi]
Καρατζάβ., Μισθ.
τζοιμούμι
[dziˈmumi]
Μισθ.
τσ̑οιμιέμαι
[tʃiˈmɲeme]
Φάρασ.
Παρατατ.
κοιμινόdζεινα
[cimiˈnodzini]
Σίλ.
κοιμούτονμαι
[ciˈmutonme]
Αξ.
κουμούτονμαι
[kuˈmutonme]
Ανακ.
κοιμότονμαι
[ciˈmotonme]
Ουλαγ.
τσ̑οιμόdουμι
[tʃiˈmodumi]
Μισθ.
τσ̑οιμόδουμι
[tʃiˈmoðumi]
Μισθ.
Αόρ.
κοιμήθα
[ciˈmiθa]
Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Τζαλ., Φλογ.
κοιμήχα
[ciˈmixa]
Γούρδ., Ουλαγ.
κοιμήτα
[ciˈmita]
Φερτάκ.
κοιμήσκα
[ciˈmiska]
Σίλ.
κοιμήρα
[ciˈmira]
Αραβαν.
τσ̑οιμήθα
[tʃiˈmiθa]
Αφσάρ.
τσ̑οιμήχα
[tʃiˈmixa]
Μισθ.
κοιμή'ε
[ciˈmie]
Ουλαγ.
γ' Υποτ. Αόρ. Εν.
κοιμηγεί
[cimiˈʝi]
Ουλαγ.
τσ̑οιμηθεί
[tʃimiˈθi]
Αφσάρ.
Μτχ.
κοιμισμένος
[cimiˈzmenos]
Αξ., Γούρδ.
τσ̑οιμισμένου
[tʃimiˈzmenu]
Μισθ.
Από το μεσοπαθ. ρ. κοιμάομαι-ῶμαι του αρχ. ρ. κοιμάω-ῶ. Ο τύπ. με θεματικό φωνήεν <ου> από μεσν. κοιμοῦμαι με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -έομαι/ -οῦμαι λόγω ομοηχίας των αορ. δομών τους . Η μτχ. κοιμισμένος νεότ.
1. Κοιμάμαι
ό.π.τ.
:
Έφαγαν, έπιαν, τραγώσαν, κοιμήθαν
(Έφαγαν, ήπιαν, τραγούδησαν, κοιμήθηκαν)
Φλογ.
-Dawk.
Kοιμήθην πάλι σ’ ένα τσ̑ινάρ αγαdζ̑ί απ’κάτω
(Κοιμήθηκε πάλι σε έναν πλάτανο από κάτω)
Σίλατ.
-Dawk.
Έπεσε ντο στρώσ̑ι τ’ κοιμή’ε
(Έπεσε στο στρώμα του και κοιμήθηκε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Τσ̑οιμήχα τσ̑ι ’ροματίστα ’να όρουμα
(Κοιμήθηκα και ονειρεύτηκα ένα όραμα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τι γκατσίμ' να ποίκεις ισ̑ύ; Ους ντου μισ̑’μέρ’ τσ̑οιμάσι
(Τι προκοπή να κάνεις εσύ; Ως το μεσημέρι κοιμάσαι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ως κοιμάτι, χουρουdάισι
(Καθώς κοιμάται, ροχάλιζε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Έπεσαν να κοιμερούν το ναίκα και το άνdρα, ύπνος ντέν ντα πιάνισ̑κε
(Έπεσαν να κοιμηθούν η γυναίκα με τον άντρα και ύπνος δεν τους έπιανε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Με τα οβντουμάγες κοιμούτονμεστε εκεί, 'τον ελαμνίσ̑καμ’ και ’τον εχέρ’ζαμ’
(Με τις εβδομάδες κοιμόμασταν εκεί (ενν. σε μάντρες στην περιοχή Ναλκουρή), όταν οργώναμε και όταν θερίζαμε)
Αξ.
-Μαυροχ.
Το ταζί ’α υπά’, ’α τσ̑οιμηθεί
(το λαγωνικό θα έρθει και θα κοιμηθεί)
Αφσάρ.
-Dawk.
Χιώρ’σι κανένα όργου ή απ' δου πρωί πάλ' τσοιμάσι;
(Έκανες καμιά δουλειά ή από το πρωί πάλι κοιμάσαι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
'ντουν τσ̑οιμόdουμι, ανακρούστα ένα σαματά
(Όταν κοιμόμουν, άκουσα έναν σαματά)
Μισθ.
-Φατ.
Nτου βριάυ πουτ' τσ̑οιμόδουμι πάτ'σι μι βαραχτάρους
(Το βράδυ που κοιμόμουνα με πάτησε, με πίεσε, εφιάλτης)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Νύχτα οπ' κοιμότομαι πάτ'σ̑ε με ντο μπαραχτάρ'
(Την νύχτα που κοιμόμουνα με πάτησε, με πίεσε ο βραχνάς)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Με καιρό τ’ αθρώπ’ σα καταφύδια κουμούτανdε
(Παλαιότερα οι άνθρωποι κοιμούνταν στις υπόγειες σπηλιές)
Ανακ.
-Cost.
'ντουν τσ̑οιμόdουμι, ανακρούστα ένα σαματά
(Όταν κοιμόμουν, άκουσα έναν σαματά)
Μισθ.
-Φατ.
Επειή τσοιμόδουμιστι απέσ’ σα στάβλουια, οπισθοδρομικοί γέναμ’;
(Επειδή κοιμόμασταν μέσα στους στάβλους, γίναμε οπισθοδρομικοί;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Το νερό κοιμάται
(Το νερό κοιμάται˙ το έλεγαν για το νερό από την βρύση, το οποίο δεν ήταν καλό να παίρνουν μετά την δύση του ηλίου)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Παροιμ.
Μανdαλώνω και σωρώνω και κοιμούμ' αβράκωτη
(Μανταλώνω και κλειδώνω και κοιμάμαι ξεβράκωτη˙ αν έχω λάβει τις δέουσες προφυλάξεις, μπορώ ξένοιαστα να κάνω ό,τι θέλω)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Μαζινά τρων και Διλινά κοιμούνdαι
(Τρώνε όπως οι κάτοικοι του τουρκικού χωριού Μαζί και κοιμούνται όπως οι κάτοικοι του χωριού Δίλα˙ το έλεγαν για την πολιτισμική καθυστέρηση των κατοίκων της Δίλας)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Ασμ.
Άκου τα, κουκόνα μου, τσ̑’ αν τσ̑είσι τσ̑’ αν τσ̑οιμάσι
Κόψι κομμάτι τσ̑ερί, φώτισι ντου φανάρι (Άκου τα κοκώνα μου, κι αν είσαι κι αν κοιμάσαι
Κόψε κομμάτι κερί, φώτισε το φανάρι
· κάλαντα παραμονής Πρωτοχρονιάς) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. υπνώνω :1
Κόψι κομμάτι τσ̑ερί, φώτισι ντου φανάρι (Άκου τα κοκώνα μου, κι αν είσαι κι αν κοιμάσαι
Κόψε κομμάτι κερί, φώτισε το φανάρι
· κάλαντα παραμονής Πρωτοχρονιάς) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. υπνώνω :1
2. Κατακλίνομαι, είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι
Ουλαγ.
:
Πατισαχιού ντο παιί ούτσ̑α αστινάρ' κοιμότον
(Του βασιλιά το παιδί έτσι άρρωστο πλάγιαζε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Τ’ βασ̑ιλιού το κορίτσ̑’ όσον ετό καιρός κοιμάται αστενάρ’
(Του βασιλιά η κόρη τόσον καιρό είναι άρρωστη στο κρεβάτι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
3. Για βλαστούς, κλίνω, γέρνω καθώς μαραίνομαι
Ανακ.
4. Πέφτω
Φάρασ.
:
Τζοιμήθη το βόιδι
(Έπεσε το βόδι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
6. Η μτχ. ως επίθ., ανόητος, βλάκας
Αξ.
β.
Aργοκίνητος, νωθρός
Γούρδ.