υπνώνω
(ρ.)
υπνώνω
[ipˈnono]
Ανακ., Αραβαν., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
υπνώνου
[ipˈnonu]
Μαλακ., Φάρασ.
'πνώνω
[ˈpnono]
Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
Παρατατ.
'πνώνκα
[ˈpnonka]
Φάρασ.
γυπνώνω
[ʝipˈnono]
Αξ., Ουλαγ.
γυπνώνου
[ʝiˈpnonu]
Μισθ., Τσαρικ.
Αόρ.
ύπνωσα
[ˈipnosa]
Ουλαγ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
'πνώσα
[ˈpnosa]
Φάρασ.
Προστ. Εν.
'πνώσε
[ˈpnose]
Φάρασ.
Παθ. Μτχ.
υπνωμένος
[ipnoˈmenos]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ρ. ὑπνόω-ῶ. Ο τύπ. ὑπνώνω νεότ.
1. Κοιμάμαι
ό.π.τ.
:
Σως την ευίdζα τζ̑ο πόρκαμ' να 'πνώσωμεν
(Ως το πρωί δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε)
Φάρασ.
-Καρολ.
Άμε σον οdά μου, 'πνώσε!
(Πήγαινε στο δωμάτιό μου, κοιμήσου!)
Φάρασ.
-Grég.
Σηκώσανε, θαρρείς μιά ώρα ήταν που ύπνωσαν
(Σηκώθηκαν, θαρρείς ότι είχε περάσει μόλις μία ώρα που κοιμήθηκαν)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Το βραΰ ιτό ντε ύπνωσε
(Το βράδυ εκείνο δεν κοιμήθηκε)
Ουλαγ.
-Dawk.
-Ποιο σας ύπνωσεν; Ποιό σας δεν ύπνωσεν; -Ούλα μας ύπνωσαμ'
(-Ποιο σας κοιμήθηκε; Ποιό σας δεν κοιμήθηκε; -Όλα μας κοιμηθήκαμε)
Φλογ.
-Dawk.
Tσ̑αι πάλι ήρτε, ηύρεν τα υπνωμένα
(Kαι πάλι ήρθε, τους βρήκε κοιμισμένους)
Φάρασ.
-Lag.
Kρεμασμένα α τσ̑ουφάλια τ'νι, αχτσιά ’ς αλούγαα απάν' γυπνών'νι
(Κρεμασμένα τα κεφάλια τους, έτσι πάνω στα άλογα κοιμούνται)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σάμο έφυγαν, 'κούλ'θ'σαμ' την στράτα, ξείλ'σαμ' 'ς αν παλό ορένι, 'πνώσαμ' αdζεί
(Μόλις έφυγαν (οι κλέφτες που μας απειλούσαν), ακολουθήσαμε τον δρόμο, φτάσαμε σ'ένα παλιό ερείπιο, κοιμηθήκαμε εκεί)
Φάρασ.
-Thumb
|| Παροιμ.
Υπνώνεις ξυπνάς, τα χρόνια σου περνάς
(Κοιμάσαι ξυπνάς, τα χρόνια σου περνάς˙ Για το αδυσώπητο της ροής του χρόνου)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Το τενίζιν 'bνώνει, ο νομάτ' τζ̑ό 'πνώνει
(Η θάλασσα κοιμάται, ο άνθρωπος δεν κοιμάται˙ Ο άνθρωπος είναι ανήσυχο πνεύμα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Τσυλίστου, 'πνώσε, 'α πιτιέσει, 'α υπά
(Πέσε, κοιμήσου, θα τελειώσει, θα φύγει˙ Ο ύπνος όλα τα γιατρεύει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Aς σό με λέγουν αξένο είσαι, πονώ και δεν υπνώνω
(Γι' αυτό μου λένε είσαι ξένος, στεναχωριέμαι και δεν κοιμάμαι)
Τελμ.
-Lag.
Συνών.
κοιμούμαι
β.
Νυστάζω
Μισθ.
:
Μάνα μ' γύπνουνι, εμπέ, σύ γυπνώνεις, ογώ λέου
(Η μάνα μου νύσταζε, αμάν, εσύ νυστάζεις εγώ λέω
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Κοιμάμαι με κάποιον, κάνω έρωτα
Τσουχούρ., Φάρασ.
:
'γώ μετ' ιτόνα τζ̑ο πορώ να 'πνώσω
(Εγώ μ' αυτήν δεν μπορώ να κοιμηθώ)
Τσουχούρ.
-VLACH
'κόμη τίπους τσ̑ό μα ποίτσινι, τσ̑ούπνουσαμι ντάμα
(Ακόμα τίποτα δε μου έκανε, δεν κοιμηθήκαμε μαζί)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
'πνώνκανε μο ντη ναίκα σου· ακριβά καμούσανdε
(Κοιμούνταν με την γυναίκα σου· καμώνονταν ότι ήταν πιστοί)
Φάρασ.
-Dawk.
3. Για ιερωμένους, πεθαίνω
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Φάρασ.
:
Έννα 'πνώσου σον ατά
(Θα πεθάνω στο νησί (προφητεία του Αγ. Αρσενίου ότι θα πεθάνει στην Κέρκυρα))
Φάρασ.
-VLACH
Συνών.
κοιμούμαι