ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

υπνώνω (ρ.) υπνώνω [ipˈnono] Ανακ., Αραβαν., Σινασσ., Τελμ., Φλογ. υπνώνου [ipˈnonu] Μαλακ., Φάρασ. 'πνώνω [ˈpnono] Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. Παρατατ. 'πνώνκα [ˈpnonka] Φάρασ. γυπνώνω [ʝipˈnono] Αξ., Ουλαγ. γυπνώνου [ʝiˈpnonu] Μισθ., Τσαρικ. Αόρ. ύπνωσα [ˈipnosa] Ουλαγ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ. 'πνώσα [ˈpnosa] Φάρασ. Προστ. Εν. 'πνώσε [ˈpnose] Φάρασ. Παθ. Μτχ. υπνωμένος [ipnoˈmenos] Φάρασ. Από το μεταγν. ρ. ὑπνόω-ῶ. Ο τύπ. ὑπνώνω νεότ.
1. Κοιμάμαι ό.π.τ. : Σως την ευίdζα τζ̑ο πόρκαμ' να 'πνώσωμεν (Ως το πρωί δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε) Φάρασ. -Καρολ. Άμε σον οdά μου, 'πνώσε! (Πήγαινε στο δωμάτιό μου, κοιμήσου!) Φάρασ. -Grég. Σηκώσανε, θαρρείς μιά ώρα ήταν που ύπνωσαν (Σηκώθηκαν, θαρρείς ότι είχε περάσει μόλις μία ώρα που κοιμήθηκαν) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Το βραΰ ιτό ντε ύπνωσε (Το βράδυ εκείνο δεν κοιμήθηκε) Ουλαγ. -Dawk. -Ποιο σας ύπνωσεν; Ποιό σας δεν ύπνωσεν; -Ούλα μας ύπνωσαμ' (-Ποιο σας κοιμήθηκε; Ποιό σας δεν κοιμήθηκε; -Όλα μας κοιμηθήκαμε) Φλογ. -Dawk. Tσ̑αι πάλι ήρτε, ηύρεν τα υπνωμένα (Kαι πάλι ήρθε, τους βρήκε κοιμισμένους) Φάρασ. -Lag. Kρεμασμένα α τσ̑ουφάλια τ'νι, αχτσιά ’ς αλούγαα απάν' γυπνών'νι (Κρεμασμένα τα κεφάλια τους, έτσι πάνω στα άλογα κοιμούνται) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Σάμο έφυγαν, 'κούλ'θ'σαμ' την στράτα, ξείλ'σαμ' 'ς αν παλό ορένι, 'πνώσαμ' αdζεί (Μόλις έφυγαν (οι κλέφτες που μας απειλούσαν), ακολουθήσαμε τον δρόμο, φτάσαμε σ'ένα παλιό ερείπιο, κοιμηθήκαμε εκεί) Φάρασ. -Thumb || Παροιμ. Υπνώνεις ξυπνάς, τα χρόνια σου περνάς (Κοιμάσαι ξυπνάς, τα χρόνια σου περνάς˙ Για το αδυσώπητο της ροής του χρόνου) Σινασσ. -Αρχέλ. Το τενίζιν 'bνώνει, ο νομάτ' τζ̑ό 'πνώνει (Η θάλασσα κοιμάται, ο άνθρωπος δεν κοιμάται˙ Ο άνθρωπος είναι ανήσυχο πνεύμα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Τσυλίστου, 'πνώσε, 'α πιτιέσει, 'α υπά (Πέσε, κοιμήσου, θα τελειώσει, θα φύγει˙ Ο ύπνος όλα τα γιατρεύει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Aς σό με λέγουν αξένο είσαι, πονώ και δεν υπνώνω (Γι' αυτό μου λένε είσαι ξένος, στεναχωριέμαι και δεν κοιμάμαι) Τελμ. -Lag. Συνών. κοιμούμαι
β. Νυστάζω Μισθ. : Μάνα μ' γύπνουνι, εμπέ, σύ γυπνώνεις, ογώ λέου (Η μάνα μου νύσταζε, αμάν, εσύ νυστάζεις εγώ λέω ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Κοιμάμαι με κάποιον, κάνω έρωτα Τσουχούρ., Φάρασ. : 'γώ μετ' ιτόνα τζ̑ο πορώ να 'πνώσω (Εγώ μ' αυτήν δεν μπορώ να κοιμηθώ) Τσουχούρ. -VLACH 'κόμη τίπους τσ̑ό μα ποίτσινι, τσ̑ούπνουσαμι ντάμα (Ακόμα τίποτα δε μου έκανε, δεν κοιμηθήκαμε μαζί) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. 'πνώνκανε μο ντη ναίκα σου· ακριβά καμούσανdε (Κοιμούνταν με την γυναίκα σου· καμώνονταν ότι ήταν πιστοί) Φάρασ. -Dawk.
3. Για ιερωμένους, πεθαίνω Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Φάρασ. : Έννα 'πνώσου σον ατά (Θα πεθάνω στο νησί (προφητεία του Αγ. Αρσενίου ότι θα πεθάνει στην Κέρκυρα)) Φάρασ. -VLACH Συνών. κοιμούμαι