υνίτσι
(ουσ. ουδ.)
γυνίτσ̑ι
[ʝiˈnitʃi]
Μισθ.
Από το ουσ. υνί, όπου και τύπ. γυνί, και το υποκορ. επίθμ. -ίτσι.
Yνί
:
|| Ασμ.
Έχ' τσ̑ι του γυνίτσ̑ι του ασημοκολλημένο
(Έχει και το υνί του ασημοκολλημένο (Από τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πβ.
υνί