ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

υνίτσι (ουσ. ουδ.) γυνίτσ̑ι [ʝiˈnitʃi] Μισθ. Από το ουσ. υνί, όπου και τύπ. γυνί, και το υποκορ. επίθμ. -ίτσι.
Yνί : || Ασμ. Έχ' τσ̑ι του γυνίτσ̑ι του ασημοκολλημένο (Έχει και το υνί του ασημοκολλημένο (Από τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς)) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πβ. υνί