υπομονή
(ουσ. θηλ.)
υπομονή
[ipomoˈni]
Μισθ., Σίλ., Σινασσ.
Αρχ. ουσ. ὑπομονή = αντοχή, καρτερία (μεταγν. σημ. ‘επιμονή, υπομονή κατά την αναμονή κάποιου’. Η σημ. μεσν.
Υπομονή
:
Οπ' 'ρώ τ' παραμύρι μασαν̑ίσκουμι ότσ̑ι γ-υπομονή νεγατάρ καλή 'ν̑αι
(Από αυτό το παραμύθι μαθαίνουμε ότι πόσο καλή είναι η υπομονή)
Σίλ.
-Αρχέλ.
Υπομονή, ντεν έχ' άλλου όρια, τι να ποίκουμ'
(Υπομονή, δεν έχει άλλο όρια, τι να κάνουμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
γαναάτι :2, σάμπιρ