ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

υπομονή (ουσ. θηλ.) υπομονή [ipomoˈni] Μισθ., Σίλ., Σινασσ. Αρχ. ουσ. ὑπομονή = αντοχή, καρτερία (μεταγν. σημ. ‘επιμονή, υπομονή κατά την αναμονή κάποιου’. Η σημ. μεσν.
Υπομονή : Οπ' 'ρώ τ' παραμύρι μασαν̑ίσκουμι ότσ̑ι γ-υπομονή νεγατάρ καλή 'ν̑αι (Από αυτό το παραμύθι μαθαίνουμε ότι πόσο καλή είναι η υπομονή) Σίλ. -Αρχέλ. Υπομονή, ντεν έχ' άλλου όρια, τι να ποίκουμ' (Υπομονή, δεν έχει άλλο όρια, τι να κάνουμε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. γαναάτι :2, σάμπιρ