υπομονή
(ουσ. θηλ.)
υπομονή
[ipomoˈni]
Μισθ., Σίλ., Σινασσ.
Αρχ. ουσ. ὑπομονή = αντοχή, καρτερία (μεταγν. σημ. ‘επιμονή, υπομονή κατά την αναμονή κάποιου’). Η λ. από την Κοινή ν.ε.
Τροποποιήθηκε: 15/08/2025