ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

υπομονιάρης (επίθ.) υπομονιάρης [ipomoˈɲaris] Ανακ. υπομονιάρ' [ipomoˈɲar] Ανακ., Μαλακ. Από το ουσ. υπομονή και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Υπομονετικός ό.π.τ. : Να ’ενεί υπομονάρ’ (Να γίνει υπομονετικός) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. γαναατλούς, σαμπουρλούς, Αντίθ σαμπουρσούζης
Τροποποιήθηκε: 13/08/2025