υπομονιάρης
(επίθ.)
υπομονιάρης
[ipomoˈɲaris]
Ανακ.
υπομονιάρ'
[ipomoˈɲar]
Ανακ., Μαλακ.
Από το ουσ. υπομονή και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Υπομονετικός
ό.π.τ.
:
Να ’ενεί υπομονάρ’
(Να γίνει υπομονετικός)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
γαναατλούς, σαμπουρλούς