ύπνωμα
(ουσ. ουδ.)
ύπνουμα
[ˈipnuma]
Μαλακ.
γύπνουμα
[ˈʝipnuma]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. ὕπνωμα = ύπνος, το οπ. από το αορ. θ. του αρχ. ρ. ὑπνόω-ῶ και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Ύπνος, η ενέργεια του κοιμάμαι
ό.π.τ.
:
Νταρά ήρτι γύπνουμα πάλι
(Τώρα που ήρθε ύπνος πάλι, νύσταξα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
ύπνος