ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ύπνωμα (ουσ. ουδ.) ύπνουμα [ˈipnuma] Μαλακ. γύπνουμα [ˈʝipnuma] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. ὕπνωμα = ύπνος, το οπ. από το αορ. θ. του αρχ. ρ. ὑπνόω-ῶ και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Ύπνος, η ενέργεια του κοιμάμαι ό.π.τ. : Νταρά ήρτι γύπνουμα πάλι (Τώρα που ήρθε ύπνος πάλι, νύσταξα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. ύπνος